- προγάστορες
- προγάστωρpot-belliedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγαστρίδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιον πρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.… … Dictionary of Greek